- σχολάζων
- σχολάζωto have leisurepres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχολάζω — ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Α σταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το… … Dictionary of Greek
ՊԱՐԱՊՈՐԴ — (ի, աց.) NBH 2 0629 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. σχολαστής, σχολάζων vacans, otiosus, otio deditus. Անգործ. դատարկ. պարապ. ... *Դատարկ էք, պարապորդ էք. եւ *Եկեալ գտանէ պարապորդ. Մտթ. ՟Ծ՟Բ. 44: Սատանայ բերէ քեզ գործ եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ИОАНН VI (V) — Аплухир [греч. ᾿Ιωάννης ὁ ῾Απλουχέρης / ῾Απλούχειρ], патриарх Антиохийский (1106 после мая 1134 (1140?)). Происходил из византийского аристократического рода. В. Грюмель, основываясь на одной из статей Девольского договора 1108 г. между визант.… … Православная энциклопедия